αϋλία

αϋλία
η
1) невещественность, бесплотность, нематериальность; 2) филос, имматериализм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αϋλία" в других словарях:

  • αὐλία — αὐλίᾱ , αὔλιος belonging to folds fem nom/voc/acc dual αὐλίᾱ , αὔλιος belonging to folds fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀυλίᾳ — ἀυλίᾱͅ , ἀυλία immateriality fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλίᾳ — αὐλίᾱͅ , αὔλιος belonging to folds fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αϋλία — η (AM ἀϋλία) [άυλος] το να είναι κάτι άυλο, όχι υλικό …   Dictionary of Greek

  • αϋλία — η φιλοσοφική θεωρία που δε δέχεται την ύπαρξη της ύλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὔλια — αὔλιον country house neut nom/voc/acc pl αὔλιος belonging to folds neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀυλίας — ἀυλίᾱς , ἀυλία immateriality fem acc pl ἀυλίᾱς , ἀυλία immateriality fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀυλίαν — ἀυλίᾱν , ἀυλία immateriality fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλίαν — αὐλίᾱν , αὔλιος belonging to folds fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αύλειος — αὔλειος και αὔλιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην αυλή («αὐλείῃσι θύρῃσι», «οὐδοῡ ἐπ αὐλείου», «ἐκτός αὐλείων πυλῶν») 2. το θηλ. ως ουσ. «αὔλειος και αὔλιος», «αὐλεία και αὐλία» η θύρα της αυλής, η αυλόπορτα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • εύμυκος — εὔμυκος, ον (Α) αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει δυνατά («εὐμήκων αὔλια βουκολίων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»), πρβλ. ερί μυχος, μεγά μυκος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»